Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωνολογία η [fonolojía] Ο25 : (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τα φωνήματα σε ένα γλωσσικό σύστημα: Iστορική / συγχρονική / λειτουργική ~.
[λόγ. < γαλλ. phonologie & γερμ. Ρhonologie < phono- = φωνο- + -logie = -λογία]