Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωνητική
2 εγγραφές [1 - 2]
φωνητική η [fonitikí] Ο29 : I. (γλωσσ.) κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει το είδος, την παραγωγή και τη χρήση των γλωσσικών φθόγγων στην επικοινωνία καθώς και τις ακουστικές και αρθρωτικές τους ιδιότητες: Aρθρωτική / ακουστική ~. II. η καλλιέργεια της φωνής: Aσκήσεις φωνητικής.

[λόγ. < γαλλ. phonétique ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. phonétique = φωνητικός]

φωνητικός -ή -ό [fonitikós] Ε1 : I. που αναφέρεται στη φωνή, που γίνεται με τη φωνή: Φωνητική μουσική / άσκηση. Φωνητικές χορδές, που παράγουν τους ήχους της φωνής. || Tα φωνητικά μέρη ενός μουσικού κομματιού, και ως ουσ. τα φωνητικά, το τμήμα που τραγουδιέται. II. (γλωσσ.) που αφορά τη φωνητική, που ανήκει ή που βασίζεται σε αυτήν: Φωνητι κή γραφή / μεταγραφή / ορθογραφία. Διεθνές φωνητικό αλφάβητο. Φωνητικοί νόμοι. φωνητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φωνητικός `που αναφέ ρεται στη φωνή, στην ομιλία΄ σημδ. γαλλ. phonétique < ελνστ. φωνητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες