Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωνακλάδικος -η -ο [fonakláδikos] Ε5 : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές: Tι φωνακλάδικο μωρό!, που φωνάζει, που κλαίει συχνά και δυνατά.
[φωνακλ(άς) -άδικος]