Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωνακλάδικος
1 εγγραφή
φωνακλάδικος -η -ο [fonakláδikos] Ε5 : που συνηθίζει να μιλάει μεγαλόφωνα, να βάζει τις φωνές: Tι φωνακλάδικο μωρό!, που φωνάζει, που κλαίει συχνά και δυνατά.

[φωνακλ(άς) -άδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες