Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωλιά
2 εγγραφές [1 - 2]
φωλιά η [folá] Ο24 : 1. ο χώρος όπου κατοικούν ή γεννούν τα ζώα, τα έντομα και κυρίως τα πτηνά: Xτίζω / κάνω / χαλώ / εγκαταλείπω τη ~. Άδεια / ζεστή ~. Ένα μικρό πουλάκι έπεσε από τη ~. Tα πουλιά χτίζουν τη ~ τους με κλαδάκια, χόρτα και λάσπη. ΦΡ έχει τη ~ του χεσμένη / λερωμένη, για κπ. που έχει κάνει κάποια πράξη, ενέργεια που δεν είναι σωστή, που είναι αξιόμεμπτη. || Πυροσβεστική ~, ειδικός χώρος σε κτίρια, όπου υπάρχουν τα μέσα πυρόσβεσης. || (επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φωλιά: ~ μαρέγκας με παγωτό κάστανο. 2. (μτφ.) μυστικό καταφύγιο, κρησφύγετο: ~ κακοποιών / παρανόμων. (έκφρ.) ερωτική ~, χώρος όπου συναντιούνται (κρυφά) πρόσωπα που συνδέονται ερωτικά. || (στρατ.) ~ πολυβόλου, ειδικός χώρος προστατευμένος και καλυμμένος, όπου στήνεται πολυβόλο. 3. (ηλεκτρολ.) μικρός κύλινδρος από πορσελάνη, μέσα στον οποίο τοποθετείται ηλεκτρική ασφάλεια. 4. (οικοδ.) εσοχή στον τοίχο για στήριξη δοκού. φωλίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2.

[αρχ. φωλεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· φωλ(ιά) -ίτσα]

φωλιάζω [folázo] Ρ2.1α μππ. φωλιασμένος : 1. (για πτηνά, έντομα και ζώα) μένω σε φωλιά, κατασκευάζω φωλιά για να μείνω: Οι πέρδικες φωλιάζουν στα χαμόκλαδα. 2. (μτφ. κυρ. για συναισθήματα) βρίσκω πρόσφορο χώρο, καταφύγιο και εγκαθίσταμαι: Ο φόβος / το μίσος / η ελπίδα φώλιασε στην ψυχή της.

[φωλ(ιά) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες