Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φχαριστώ [fxaristó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) ευχαριστώ. 1. εκφράζω σε κπ. τις ευχαριστίες μου ή την ευγνωμοσύνη μου για κτ.: Nα φχαριστάς το Θεό που δεν έχασες περισσότερα. 2. (παθ.) απολαμβάνω: Tο φχαριστήθηκα το ταξίδι. || Kαλά να πάθει, πολύ το φχαριστήθηκα, χαιρέκακη παρατήρηση για κάποιο πάθημα ανθρώπου που δε συμπαθούμε.
[μσν. φχαριστώ < ευχαριστώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]