Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυτικός
1 εγγραφή
φυτικός -ή -ό [fitikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στα φυτά, που προέρχεται από αυτά: Φυτικό και ζωικό βασίλειο, το σύνολο των φυτών και των ζώων. Φυτικό κύτταρο. Φυτικά λίπη / έλαια. Φυτικές ουσίες / ίνες. ~ διάκοσμος. || (γεωπ.) φυτική παραγωγή, το σύνολο της παραγωγής των καλλιεργούμενων φυτών. 2. (φυσιολ.) φυτικές λειτουργίες, λειτουργίες της ζωής, που συμβαίνουν χωρίς την παρέμβαση της συνείδησης (του ανθρώπου): Nευρικό φυτικό σύστημα.

[λόγ.: 1: αρχ. φυτικός· 2: σημδ. γαλλ. végétal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες