Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυτευτήρι το [fiteftíri] Ο44 : εργαλείο με αιχμηρό (συνήθ. μεταλλικό) άκρο, με το οποίο ανοίγουν στο έδαφος τρύπες για το φύτεμα.
[φυτεύ(ω) -τήρι (διαφ. το αρχ. φυτευτήριον `φυτώριο΄)]