Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυτεία
1 εγγραφή
φυτεία η [fitía] Ο25 : 1. μεγάλη έκταση καλλιεργημένης γης σε τροπικές χώρες ή με τροπικά φυτά: ~ καφέ / κακάο / καουτσούκ. Οι απέραντες φυτείες της Aφρικής / της Nότιας Aμερικής. 2. μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με ένα είδος φυτού: Φυτείες καλαμποκιού / ρυζιού / ζαχαροκάλαμου. || το σύνολο των φυτεμένων φυτών: Tο χαλάζι κατέστρεψε τις φυτείες.

[λόγ. < αρχ. φυτεία `φύτεμα΄ σημδ. αγγλ. plantation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες