Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσούνα η [fisúna] Ο25α : 1. φυσερό. 2. πτυσσόμενη κατασκευή· (πρβ. φυσαρμόνικαII1).
[φυσούν(ι) μεγεθ. -α < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φυσούν(ι) μεγεθ. -α < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |