Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσιοκρατικός
1 εγγραφή
φυσιοκρατικός -ή -ό [fisiokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσιοκρατία ή στους φυσιοκράτες.

[λόγ. < γαλλ. physiocratique < physiocrat(ie) = φυσιοκρατ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες