Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσιοκρατία
1 εγγραφή
φυσιοκρατία η [fisiokratía] Ο25 : 1. φιλοσοφική κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία όλα προέρχονται και ερμηνεύονται από τη φύση και αυτή από τον εαυτό της (χωρίς την ύπαρξη κάποιας υπερβατικής δύναμης). 2. ηθικολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία πηγές της ηθικής οφείλουν να είναι οι φυσικές τάσεις και ορμές του ατόμου και οι φυσικές του ικανότητες, που πρέπει να αναπτύσσονται ελεύθερα.

[λόγ. < γαλλ. physio cratie < physio- = φυσιο- + -cratie = -κρατία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες