Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσητήρας ο [fisitíras] Ο2 : I. συσκευή ή αγωγός για το φύσημα, για τη διοχέτευση αέρα σε καμίνια, χυτήρια κτλ.· φυσερό. II1. όργανο της φάλαινας με το οποίο αναπνέει και εκσφενδονίζει το νερό. 2. (ζωολ.) γένος σαρκοφάγων κητωδών θηλαστικών της θάλασσας, με τεράστιες διαστάσεις, που μοιάζουν με φάλαινες.
[λόγ. < αρχ. φυσητήρ, αιτ. -ῆρα (ΙΙ2: ελνστ. σημ.)]