Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλογονία
1 εγγραφή
φυλογονία η [filoγοnía] Ο25 : (βιολ.) η φυλογένεση· (πρβ. οντογονία).

[λόγ. < γαλλ. phylogénie < αρχ. φῦλο(ν) + -génie = -γονίαγ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες