Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγοκεντρικός
1 εγγραφή
φυγοκεντρικός -ή -ό [fiγokendrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυγόκεντρη δύναμη ή σε μηχανισμούς που λειτουργούν αξιοποιώντας την: Φυγοκεντρικές αντλίες. Φυγοκεντρικοί ανεμιστήρες. φυγοκεντρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φυγόκεντρ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. centrifuge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες