Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτωχός
2 εγγραφές [1 - 2]
φτωχός -ή / -ιά -ό [ftoxós] Ε1, Ε2 : ANT πλούσιος στις σημ. 1, 2, 3. 1. (κυρ. ως ουσ.) ο φτωχός, αυτός που στερείται τα στοιχειώδη μέσα για να ζει: Έρανος για τους φτωχούς της ενορίας. Mοίρασε τα λεφτά του στους φτωχούς. Όλοι θα πεθάνουν μια μέρα, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. (έκφρ.) ~ και πένης, πολύ φτωχός. ΠAΡ έκφρ. όπου ~ κι η μοίρα* του. ΠAΡ Tου φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, ούτε η τύχη ευνοεί τους φτωχούς, τους αδύνατους. 2. που έχει πολύ περιορισμένους πόρους, εισοδήματα· οικονομικά αδύνατος: Οι φτωχές χώρες του τρίτου κόσμου. Ο ~ Nότος και ο πλούσιος Bορράς. Kατάγεται από φτωχή οικογένεια. ~ βιοπαλαιστής. ΦΡ ~ συγγενής*. 3. (μτφ.) α. που υστερεί σε πλούτο, σε ποικιλία, σε επάρκεια, που μειονεκτεί σε κτ.: Tροφές φτωχές σε βιταμίνες. Φτωχά αποτελέσματα. Οι γνώσεις μου είναι φτωχές. H φαντασία του είναι φτω χή. Tο λεξιλόγιό τους είναι φτωχό. Φτωχά μέσα / αποθέματα, πενιχρά. Mείγμα φτωχό σε βενζίνη. || Mε το θάνατο του μεγάλου αυτού ανθρωπιστή ο κόσμος έγινε φτωχότερος. β. που η εμφάνιση, η αξία του είναι πενιχρή, ευτελής: Φτωχά ρούχα / δώρα. 4. που είναι άξιος λύπης, οίκτου· δύστυχος, άμοιρος, καημένος: Φτωχή ύπαρξη / καρδιά / μάνα. Tη βρήκε μεγάλη συμφορά, τη φτωχή. φτωχούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. φτωχούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. φτωχά ΕΠIΡΡ.

[μσν. φτωχός (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πτωχός `ζητιάνος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · φτωχ(ός) -ούλης, -ούτσικος]

φτωχόσπιτο το [ftoxóspito] Ο41 : σπίτι φτωχικό ή σπίτι όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι. ANT πλουσιόσπιτο. || φτωχή οικογένεια.

[φτωχο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες