Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτιασίδι
1 εγγραφή
φτιασίδι το [ftxasíδi] Ο44 : 1. (προφ., συνήθ. αρνητ.) καλλυντικό, ιδίως για πρόσωπο: Bάζει στο πρόσωπό της ένα σωρό φτιασίδια. 2. (μτφ.) στολίδι, διακοσμητικό στοιχείο που είναι περιττό ή που αλλοιώνει, κρύβει την πραγματικότητα: Mιλάει χωρίς φτιασίδια.

[ίσως υποκορ. του μσν. ευθείασις < ευθεια- (ευθειάζω) `διορθώνω΄ (δες στο φτιάχνω) -σις > -ση ή < ελνστ. φύκιον (υποκορ. του αρχ. φῦκος) `φύκι, κοκκινάδι για τα χείλια παραγόμενο από φύκια΄ > ελνστ. φυκίασ(ις) `καλλυντικό΄ (πρβ. ελνστ. φυκῶ `φτιασιδώνω΄) -ίδιον > *φκιασίδιον με συγκ. του άτ. [i] και παρετυμ. φτιάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες