Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτεροπόδαρος
1 εγγραφή
φτεροπόδαρος -η -ο [fteropóδaros] Ε5 : που είναι πολύ γρήγορος στα πόδια, ταχύτατος στην κίνηση, στο τρέξιμο.

[φτερ(ό) -ο- + ποδάρ(ι) -ος ή ελνστ. πτερό(πους) + -πόδαρος (< ποδάρ(ι) -ος) κατά το ποῦς > ποδάρι και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες