Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φτέρη
1 item total
φτέρη η [ftéri] Ο30 : είδος ποώδους, πολυετούς φυτού, που φυτρώνει σε δασώδεις περιοχές. ΠAΡ Λαγός* τη ~ κούναγε / έσειε, κακό του κεφαλιού του.

[αρχ. πτέρ(ις) μεταπλ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go