Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρου φρου
22 εγγραφές [1 - 10]
φρου φρου το [frú frú] Ο (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

[λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)]

φρούδος -η / -α -ο [frúδos] Ε3, Ε4 : (λόγ.) που είναι μάταιος, χαμένος, ανώφελος: Οι ελπίδες μας αποδείχτηκαν φρούδες.

[λόγ. < αρχ. φροῦδος]

φρουί γλασέ το [fruí γlasé] & φρουί γκλασέ το [fruí glasé] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος, φρούτο ζαχαρωμένο με ειδική επεξεργασία.

[λόγ. < γαλλ. glacé (ενν. fruit) & λόγ. ορθογρ. δαν.]

φρουί ζελέ το [fruí zelé] Ο (άκλ.) : ζελέ από χυμό ή με μικρά κομμάτια φρούτων.

[λόγ. < γαλλ. gelé, κατά το φρουί γλασέ]

φρουκτόζη η [fruktózi] Ο30α : (χημ.) οργανική ένωση (ζάχαρο) που υπάρχει σε πολλά φρούτα και στο μέλι.

[λόγ. < αγγλ. fructos(e) ]

φρουμάζω [frumázo] Ρ2.2α μππ. φρουμασμένος : (λαϊκότρ.) ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια (κυρ. για άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια).

[ελνστ. φριμ(ῶ), αρχ. φριμάσσομαι (ηχομιμ.) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φριμαξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

φρούμασμα το [frúmazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρουμάζω.

[φρουμασ- (φρουμάζω) -μα]

φρουρά η [frurá] Ο24 : 1. ομάδα ένοπλων (στρατιωτών), στην οποία έχει ανατεθεί η φύλαξη θέσεων, χώρων, προσώπων κτλ.: ~ στρατοπέδου / φυλακών / εκλογικού κέντρου / πρωθυπουργού. Προεδρική / τιμητική / ανακτορική ~. ΦΡ η παλιά ~, η παλαιότερη γενιά, οι παλαιότεροι: H παλιά ~ των πολιτικών αποσύρεται σιγά σιγά από το προσκήνιο. αλλαγή φρουράς, η εναλλαγή, η αντικατάσταση κυρίως των παλαιότερων από τους νεότερους. 2. το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη: ~ Θεσσαλονίκης / Aθηνών.

[λόγ. < αρχ. φρουρά]

φρουραρχείο το [frurarxío] Ο39 : δημόσιο κτίριο όπου στεγάζεται ο φρούραρχος και οι υπηρεσίες του.

[λόγ. φρούραρχ(ος) -είον]

φρούραρχος ο [frúrarxos] Ο20α : ανώτερος αξιωματικός, διοικητής φρουράς.

[λόγ. < αρχ. φρούραρχος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες