Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρουτιέρα
1 εγγραφή
φρουτιέρα η [frutxéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος πλατύ και ανοιχτό, όπου τοποθετούνται φρούτα για κατανάλωση: Γυάλινη / ασημένια ~.

[ιταλ. fruttiera]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες