Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρικιό
1 εγγραφή
φρικιό το [frikó] Ο38 : νεαρό άτομο με μακριά μαλλιά, συχνά αχτένιστα και απεριποίητα, που ντύνεται ατημέλητα και συμπεριφέρεται αντικομφορμιστικά, αντισυμβατικά· (πρβ. τσινάρι).

[αγγλ. freak `κτ. διανοητικά ή σωματικά ανώμαλο΄ -ιό με επίδρ. της λ. φρίκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες