Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρεάτιο το [freátio] Ο40 : 1. ειδικά κατασκευασμένο όρυγμα, που χρησιμεύει για την πρόσβαση σε υπονόμους, σε δίκτυα ύδρευσης κτλ. (για διόρθωση βλαβών, καθαρισμό κτλ.). 2. ο ειδικός χώρος στις πολυκατοικίες, μέσα στον οποίο κινείται το ασανσέρ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φρεάτιον `μικρό πηγάδι΄· 2: σημδ. αγγλ. well]