Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραγκόκοτα
1 εγγραφή
φραγκόκοτα η [fraŋgókota] Ο27α : πτηνό στο μέγεθος του κόκορα, συγγενικό προς το παγόνι, με φτέρωμα γκρι μπλε και με γυμνό λαιμό και κεφάλι.

[φραγκο- + κότα (δηλ. ξένη, όχι ντόπια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες