Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραγκοράφτης
1 εγγραφή
φραγκοράφτης ο [fraŋgoráftis] Ο10 θηλ. φραγκοράφτρα [fraŋgoráftra] Ο25 : (παρωχ.) ράφτης ανδρικών ρούχων δυτικοευρωπαϊκού τύπου· (πρβ. ελληνοράφτης). || το θηλυκό και για ράφτρα ανδρικών ρούχων και ιδίως παντελονιών.

[φραγκο- + ράφτης (δηλ. που ράβει ξένα, όχι φουστανέλες)· φραγκοράφ(της) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες