Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραγγέλιο
1 εγγραφή
φραγγέλιο το [frangélio] Ο40 : είδος μαστιγίου (σε εκφράσεις που σημαίνουν δίκαιη και αυστηρή τιμωρία ενόχων): Πήρε το ~. Εδώ χρειάζεται ~!

[λόγ. < ελνστ. φραγγέλιον < φλαγγέλιον με ανομ. υγρών [l-l > r-l] < λατ. flagell(um) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες