Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρίκη
1 εγγραφή
φρίκη η [fríki] Ο30 : 1. έντονα δυσάρεστο αίσθημα, ανατριχίλα που νιώθει κάποιος από μεγάλο φόβο ή αποτροπιασμό απέναντι σε κτ. τρομακτικό, απάνθρωπο, αποκρουστικό: Tο θέαμα των μισοκαμένων πτωμάτων προκαλεί ~. Άκουγαν με ~ την ανατριχιαστική περιγραφή του εγκλήματος. Σηκώθηκαν οι τρίχες του όρθιες από τη ~. 2. πράγμα, γεγονός, ενέργεια που προκαλεί φρίκη: Ο πόλεμος είναι (μια) ~. Tαινίες φρίκης. || (επέκτ.) για δυσάρεστο πράγμα, γεγονός: Οι φετινές διακοπές μας ήταν ~. Tο φαΐ είναι ~, άνοστο, κακομαγειρεμένο, αποτυχημένο. || (ως επιφ.): (τι) ~!

[λόγ. < αρχ. φρίκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες