Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρίζα
1 εγγραφή
φρίζα η [fríza] Ο25 : λωρίδα από ξύλο, γύψο κτλ. επάνω σε τοίχο, με ζωγραφιστές ή γλυπτές διακοσμητικές παραστάσεις.

[γαλλ. fris(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες