Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρέσκο
7 εγγραφές [1 - 7]
φρέσκο 1 το [frésko] Ο39 : η νωπογραφία: Tα φρέσκα της Πομπηίας.

[παλ. ιταλ. fresco]

φρέσκο 2 το : (οικ.) η φυλακή: Tον έκλεισαν στο ~.

[ιταλ. φρ. mettere al fresco `βάζω κτ. σε δροσερό μέρος για να το προφυλάξω από τη ζέστη΄]

φρεσκοαλεσμένος -η -ο [freskoalezménos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει πριν από λίγη ώρα: ~ καφές.

[φρέσκ(ος) -ο- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]

φρεσκοβαμμένος -η -ο [freskovaménos] Ε3 : που τον έχουν βάψει πρόσφατα: ~ τοίχος.

[φρέσκ(ος) -ο- + βαμμένος μππ. του βάφω]

φρεσκοξυρισμένος -η -ο [freskoksirizménos] Ε3 : που έχει ξυριστεί πρόσφατα.

[φρέσκ(ος) -ο- + ξυρισμένος μππ. του ξυρίζω]

φρεσκοπλυμένος -η -ο [freskopliménos] Ε3 : που τον έχουν πλύνει πρόσφατα: Φρεσκοπλυμένα ρούχα / πουκάμισα.

[φρέσκ(ος) -ο- + πλυμένος μππ. του πλένω]

φρέσκος -η / -ια -ο [fréskos] Ε3, Ε4 : I1. (για φαγώσιμα, τρόφιμα) α. που έχει παραχθεί, μαζευτεί, παρασκευαστεί πρόσφατα. ANT μπαγιάτικος: Φρέσκα αυγά / λαχανικά / φρούτα / ψωμιά / κουλούρια. Φρέσκη μυζήθρα. β. που βρίσκεται σε (καλή) φυσική κατάσταση, που δεν έχει υποστεί μεταβολές (πάστωμα, κατάψυξη, συντήρηση) ή αλλοιώσεις (σάπισμα, ξίνισμα, μπαγιάτεμα κτλ.)· νωπός: Tα μαρούλια / τα λαχανικά διατηρούνται φρέσκα στο ψυγείο. || Φρέσκα φασόλια / κρεμμύδια, που δεν έχουν αποξηρανθεί. ANT ξερά. || Φρέσκο βούτυρο, που παρασκευάζεται από γάλα. 2. καθαρός, δροσερός: ~ αέρας και ως ΦΡ, για λόγια κενά, χωρίς ουσία. II. (μτφ.) 1α. που δημιουργήθηκε, που συνέβη πριν από λίγο, πρόσφατος: Tα γεγονότα / τα ίχνη είναι φρέσκα ακόμα. Πρόσεξε, η βαφή είναι φρέσκια ακόμα, δεν έχει στεγνώσει. β. ζωηρός, έντονος, που δεν έχει ξεθωριάσει: Οι εντυπώσεις / οι μνήμες είναι φρέσκες ακόμα, νωπές. γ. με μικρή ή καθόλου εμπειρία: Είναι ~ στη δουλειά. δ. που μόλις ήρθε, έφτασε: Φρέσκες ειδήσεις. Φρέσκα νέα / μαντάτα. 2α. που δεν είναι εξαντλημένος, που είναι ξεκούραστος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε στο γραφείο ~. Ξυπνήσαμε φρέσκοι φρέσκοι. Ο προπονητής έριξε δύο φρέσκους παίκτες στο παιχνίδι. β. δροσερός, νεανικός: Φρέσκο πρόσωπο / δέρμα. 3. (διανοητικά) γόνιμος, δημιουργικός: Έχει μυαλό πάντα φρέσκο. Φρέσκες ιδέες, νέες, πρωτότυπες.

[ιταλ. fresco < παλ. γερμ. frisk]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες