Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρέζα
5 εγγραφές [1 - 5]
φρέζα η [fréza] Ο25 : 1. εργαλειομηχανή για την κατεργασία ξύλου ή μετάλλου. || (επέκτ.) το κοπτικό εξάρτημα της εργαλειομηχανής. 2. γεωργικό μηχάνημα εξοπλισμένο με εξαρτήματα για πολλαπλές χρήσεις (όργωμα, αυλάκωμα, σβάρνισμα κτλ.). 3. (τεχν.) αντικείμενο ή τμήμα αντικειμένου με σχήμα κόλουρου κώνου: Tο κεφάλι της βίδας είναι ~.

[ιταλ. fresa < γαλλ. fraise]

φρεζαδόρος ο [frezaδóros] Ο18 : τεχνίτης ειδικευμένος στο χειρισμό της φρέζας1.

[φρέζ(α) -αδόρος (πρβ. ιταλ. fresatore)]

φρεζάρισμα το [frezárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρεζάρω.

[φρεζάρ(ω) -ισμα]

φρεζάρω [frezáro] -ομαι Ρ6 : κατεργάζομαι ξύλο ή μέταλλο με φρέζα.

[ιταλ. fresar(e) < γαλλ. fraiser]

φρεζάτος -η -ο [frezátos] Ε3 : 1. (για ξύλο ή για μέταλλο) που τον έχουν δουλέψει στη φρέζα1. 2. που έχει σχήμα κόλουρου κώνου: Φρεζάτη βίδα, με κεφάλι σχήματος κόλουρου κώνου.

[φρέζ(α) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες