Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φράγκικος
1 εγγραφή
φράγκικος -η -ο [frángikos] Ε5 & φραγκικός -ή -ό [frangikós] Ε1 : (παρωχ.) 1. δυτικοευρωπαϊκός: Φράγκικη φορεσιά και ως ουσ. τα φράγκικα, δυτικοευρωπαϊκή ενδυμασία (σε διάκριση προς την ελληνική ή την ασιατική): Έβαλε / φόρεσε φράγκικα. 2. που ανήκει στο καθολικό δόγμα: Φράγκικη εκκλησία. φράγκικα & φραγκικά ΕΠIΡΡ.

[μσν. φράγκικος < Φράγκ(ος) -ικος· λόγ. < μσν. φραγκικός < Φράγκ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες