Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούρνος
1 εγγραφή
φούρνος ο [fúrnos] Ο18 : ειδικός κλειστός χώρος μέσα στον οποίο τοποθετείται κτ. και θερμαίνεται σε κατάλληλη θερμοκρασία· (πρβ. κλίβανος). 1α. μικρό θολωτό κτίσμα για το ψήσιμο ψωμιού, φαγητών κτλ.: Στην αυλή του σπιτιού υπάρχει ένας παλιός ~. || Έχει ένα στόμα σαν φούρνο, πάρα πολύ μεγάλο. β. (μτφ.) πολύ ζεστός χώρος: Tο δωμάτιο έγινε / είναι ~. (έκφρ.) σαν το φούρνο του Xότζα, για αλλοπρόσαλλες και αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες ή συμβουλές. ΦΡ κάποιος ~ θα γκρεμίστηκε, για γεγονός τελείως απροσδόκητο, που προξενεί μεγάλη έκπληξη. ~ να μην καπνίσει, ας καταστραφούν τα πάντα. 2. κατάστημα όπου παρασκευάζεται αλλά και πουλιέται ψωμί ή άλλα αρτοσκευάσματα και όπου ψήνονται φαγητά· αρτοποιείο: Έστειλα το φαΐ / τα τσουρέκια στο φούρνο. Πετάξου στο φούρνο να πάρεις λίγο ψωμί. 3. συσκευή ή ειδικός χώρος σε συσκευές για το ψήσιμο φαγητών, γλυκισμάτων κτλ.: Ο ~ της κουζίνας. ~ μικροκυμάτων, συσκευή που ψήνει ή ζεσταίνει το φαγητό πολύ γρήγορα και λειτουργεί με μικροκύματα. Φασόλια στο φούρνο / του φούρνου, ψημένα στο φούρνο. 4. χώρος όπου αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες για ξήρανση, στέγνωμα κτλ.: ~ βαφής αυτοκινήτων. || (ειδ.) κρεματόριο: Ο Xίτλερ έστειλε χιλιάδες Εβραίους στους φούρνους. φουρνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3.

[ελνστ. φοῦρνος < λατ. furn(us) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες