Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούρκα
1 εγγραφή
φούρκα η [fúrka] Ο25 : I. (λαϊκότρ) 1. ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα. 2. δοκός σε σχήμα T ή σταυρού. α. αγχόνη, κρεμάλα. β. η θηλιά της κρεμάλας. II. θυμός, οργή ιδίως ανεκδήλωτη: Mε πιάνει ~. (έκφρ.) του / τον έχω ~, είμαι οργισμένος μαζί του. είμαι στις φούρκες μου, είμαι οργισμένος, θυμωμένος.

[ελνστ. φοῦρκα (στη σημ. Ι) < λατ. furca]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες