Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούντα
3 εγγραφές [1 - 3]
φούντα η [fúnda] Ο25 : 1. δέσμη φυσικών ή τεχνητών νημάτων που είναι ενωμένα στο ένα τους άκρο, αφήνοντας το άλλο ελεύθερο· θύσανοςI: H ~ του φεσιού / του τσαρουχιού / του σπαθιού. ΦΡ δουλειές με φούντες, για πολλές και μεγάλες ή, ειρωνικά, δύσκολες και περίπλοκες στη διεκπεραίωσή τους υποθέσεις. 2. ακατέργαστο χασίς: Συνελήφθη, γιατί είχε στην κατοχή του χασίς σε φούντες. φουντίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. φοῦνδα (προφ. [nd] ) < λατ. funda `σφεντόνα, δίχτυ΄· φούντ(α) -ίτσα]

φουντάρισμα το [fundárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φουντάρω.

[φουνταρισ- (φουντάρω) -μα]

φουντάρω [fundáro] Ρ6α μππ. φουνταρισμένος : (προφ.) 1. βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό: Φουντάρισε το πλοίο και πνίγηκαν όλοι. || (επέκτ.) πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω (στο βυθό, στο έδαφος κτλ.): Έδωσε μια και φουντάρισε απ΄ το παράθυρο, για ν΄ αυτοκτονήσει. 2. βυθίζω (κυρ. για πλεούμενο): Tο φουντάρανε το κότερο από λάθος χειρισμούς. || (επέκτ.) ρίχνω στη θάλασσα, πνίγω: Tους δέσανε και τους φουντάρανε (στη θάλασσα). 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ: Tο καράβι ήταν φουνταρισμένο στ΄ ανοιχτά.

[παλ. ιταλ. fondar(e) ή βεν. fondar ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες