Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούμαρο
1 εγγραφή
φούμαρο το [fúmaro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) λόγος κενός περιεχομένου, καυχησιολογία, αερολογία: Όλες οι εξαγγελίες και τα μεγάλα λόγια αποδείχτηκαν φούμαρα. ΦΡ πουλάω* φούμαρα.

[φουμάρ(ω) -ο (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες