Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουσκωτός
1 εγγραφή
φουσκωτός -ή -ό [fuskotós] Ε1 : που τον φουσκώνουν, που είναι φουσκωμένος, διογκωμένος: Φουσκωτή βάρκα. Φουσκωτό στρώμα. Φουσκωτά μαλλιά / μάγουλα. || (ως ουσ.) το φουσκωτό, ελαστική βάρκα που τη γεμίζουν με αέρα: Tο όνειρό μου είναι ένα τροχόσπιτο κι ένα φουσκωτό. φουσκωτά ΕΠIΡΡ.

[φουσκώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες