Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουντώνω
1 εγγραφή
φουντώνω [fundóno] Ρ1α μππ. φουντωμένος : 1. (για φυτά και δέντρα) αποκτώ πυκνό, πλούσιο φύλλωμα, αναπτύσσομαι: Mπήκε η άνοιξη και φούντωσαν τα δέντρα. Φούντωσε ο βασιλικός στη γλάστρα. || (μππ.) πυκνόφυλλος, φουντωτός: Έκοψα ένα φουντωμένο κλωνάρι μυγδαλιάς. 2. (για φωτιά) αναδίδω πολλές και μεγάλες φλόγες, αυξάνει η ένταση και η έκτασή μου: Φύσηξε αέρας και φούντωσε η φωτιά. Ο αέρας φούντωσε τη φωτιά, τη δυνάμωσε. 3. (μτφ.) παίρνω μεγάλες διαστάσεις, αποκτώ μεγάλη ένταση ή έκταση: Φούντωσε η μάχη / ο καβγάς / η συζήτηση / το μίσος / η αγάπη. Φουντώνει το κίνημα / ο αγώνας / το εμπόριο και η χρήση των ναρκωτικών / η αρρώστια / η επιδημία. 4. (μτφ.) α. οργίζομαι, εξάπτομαι πολύ: Mόλις το άκουσε, φούντωσε ολόκληρη. Tον φούντωσαν τα λόγια της, τον εξόργισαν. β. ερεθίζομαι: Φούντωσαν τα σπυράκια της. H σοκολάτα φουντώνει τα σπυράκια, τα ερεθίζει.

[φούντ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες