Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουμάρω
1 εγγραφή
φουμάρω [fumáro] & φουμέρνω [fumérno] Ρ6α : (προφ.) καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κτλ.): Έλα να φουμάρουμε ένα τσιγαράκι. ΦΡ τι καπνό* φουμάρει;

[ιταλ. fumar(e) -ω· φουμ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες