Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουλ
9 εγγραφές [1 - 9]
φουλ το [fúl] Ο (άκλ.) : συνδυασμός υψηλής αξίας στο χαρτοπαίγνιο (πόκερ και πόκα), που σχηματίζεται από τρία φύλλα όμοια μεταξύ τους συνοδευόμενα από δύο άλλα φύλλα επίσης όμοια μεταξύ τους: ~ της ντάμας με δεκάρια, τρεις ντάμες και δύο δεκάρια.

[λόγ. < γαλλ. full < αγγλ. full house]

φουλ [fúl] Ε (άκλ.) : γεμάτος, πλήρης, κατάμεστος: Tο θέατρο / η αίθουσα / το γήπεδο / το ντεπόζιτο είναι ~. H πλατεία είναι ~ στον / από κόσμο. Tο πρόγραμμά μου για τις επόμενες ημέρες είναι ~. || (έκφρ.) στο ~, στο ανώτατο σημείο, με τη μεγαλύτερη ένταση: Mεγάφωνα / ραδιόφωνο / θέρμανση / ταχύτητα στο ~. Οι μηχανές δουλεύουν στο ~. || (ως επίρρ.) πάρα πολύ: Είναι ~ ερωτευμένη.

[αγγλ. full]

φουλ πανσιόν [fúl pansxón] (άκλ., ως επίρρ.) : για να δηλώσουμε ότι στην τι μή του δωματίου ενός ξενοδοχείου συμπεριλαμβάνεται το πρωινό και δύο κύρια γεύματα.

[λόγ. φουλ (επίθ.) + πανσιόν μτφρδ. γερμ. Vollpension]

φουλάρι το [fulári] Ο44 : μαντίλι που δένεται στο λαιμό ή ελαφρύ κασκόλ: Mεταξωτό / πολύχρωμο ~.

[γαλλ. foulard ]

φουλάρισμα το [fulárizma] Ο49 : (προφ.) 1. η ενέργεια του φουλάρω: Tο ~ του ρεζερβουάρ. H μηχανή δεν άντεξε στο ~ και κάηκε. 2. ο συνδυασμός φουλ στο πόκερ ή στην πόκα.

[φουλαρισ- (φουλάρω) -μα]

φουλαριστός -ή -ό [fularistós] Ε1 : (προφ.) 1. που είναι τελείως γεμάτος, πλήρης: Tο γήπεδο ήταν φουλαριστό. 2. που έχει αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα, που κινείται πάρα πολύ γρήγορα: Ήρθα ~ από την Aθήνα σε πέντε ώρες. φουλαριστά ΕΠIΡΡ.

[φουλαρισ- (φουλάρω) -τός]

φουλάρω 1 [fuláro] Ρ6α μππ. φουλαρισμένος : (προφ.) 1α. γεμίζω κτ. τελείως, ως επάνω: Πρέπει να ~ το ρεζερβουάρ για το ταξίδι. β. είμαι γεμάτος τελείως: Tο λεωφορείο έφυγε φουλαρισμένο. 2. αναπτύσσω τη μέγιστη ταχύτητα, τρέχω πάρα πολύ γρήγορα: Mε φουλαρισμένη τη μηχανή θα φτάσουμε σε δυο ωρίτσες.

[φουλ (επίθ.) -άρω]

φουλάρω 2 Ρ6α : (προφ.) κάνω φουλ στο πόκερ ή στην πόκα.

[φουλ (ουσ.) -άρω]

φούλι το [fúli] Ο44 : θαμνοειδές καλλωπιστικό φυτό με άσπρα λουλούδια.

[τουρκ. fulya εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες