Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουκαριάρικος
1 εγγραφή
φουκαριάρικος -η -ο [fukarjárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο φουκαρά: Zει μια στερημένη, φουκαριάρικη ζωή. || (ως ουσ.). φουκαριάρικα ΕΠIΡΡ: Περνάει μίζερα και ~.

[φουκαριάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες