Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φουκαριάρικος -η -ο [fukarjárikos] Ε5 : που αναφέρεται στο φουκαρά: Zει μια στερημένη, φουκαριάρικη ζωή. || (ως ουσ.).
φουκαριάρικα ΕΠIΡΡ: Περνάει μίζερα και ~. [φουκαριάρ(ης) -ικος]