Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φουκαρατζίκος ο [fukaradzíkos] Ο18 : (συναισθ.) φουκαράς.
[φουκαρατζ(ής < φουκαρ(άς) -ατζής) -ίκος, υποκορ. επίθημα για το σχηματισμό κύριων ον. (δες στο πιτσιρίκος)]