Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορτωτικός
1 εγγραφή
φορτωτικός -ή -ό [fortotikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση: Φορτωτικά έγγραφα. β. (ως ουσ.) β1. η φορτωτική, απόδειξη φόρτωσης εμπορευμάτων. β2. τα φορτωτικά, τα έξοδα, η αμοιβή για τη φόρτωση εμπορευμάτων.

[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. de chargement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες