Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορτωτήρας
1 εγγραφή
φορτωτήρας ο [fortotíras] Ο2 : μηχάνημα για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων, ιδίως σε πλοία.

[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. loader]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες