Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοιτητής
1 εγγραφή
φοιτητής ο [fititís] Ο7 θηλ. φοιτήτρια [fitítria] Ο27 : αυτός που σπουδάζει σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, σε πανεπιστήμιο: ~ (της) Iατρικής / (της) Φιλολογίας / (του) Πολυτεχνείου. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα των φοιτητών. (ειρ.) αιώνιος ~, αυτός που παραμελεί τις σπουδές του και καθυστερεί πολύ να τις τελειώσει. φοιτητάκος ο θηλ. φοιτητριούλα YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. φοιτητής `μαθητής΄ σημδ. γαλλ. étudiant· λόγ. φοιτη(τής) -τρια· φοιτητ(ής) -άκος· φοιτήτρι(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες