Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοβερίζω [foverízo] -ομαι Ρ2.1 : επιχειρώ να προκαλέσω φόβο σε κπ., να κάνω κπ. να φοβηθεί· εκφοβίζω: Mην το φοβερίζεις το παιδί.
[ελνστ. φοβερίζω `τρομοκρατώ΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ελνστ. φοβερίζω `τρομοκρατώ΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |