Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλύαρος
1 εγγραφή
φλύαρος -η -ο [flíaros] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που λέει πολλά, περιττά, χωρίς ουσία, άσκοπα ή ανόητα λόγια· πολυλογάς: Φλύαρη γυναίκα. || (επέκτ.): Στα κλαδιά του δέντρου κάθονταν δύο φλύαρα σπουργίτια. 2. που εκφράζεται, που διατυπώνεται με πολλά, περιττά, χωρίς ουσία λόγια: ~ συγγραφέας. Φλύαρο γραπτό / κείμενο. H ομιλία του ήταν φλύαρη και κουραστική. φλύαρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φλύαρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες