Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλόγισμα το [flójizma] Ο49 : (κυρ. μτφ.) η απόκτηση του χρώματος και της θερμότητας της φλόγας, το αποτέλεσμα του φλογίζω, το αναψοκοκκίνισμα: Tο ~ στα μάγουλά του φανέρωνε τη συναισθηματική του ταρα χή.
[φλογισ- (φλογίζω) -μα (διαφ. το ελνστ. φλόγισμα `φουσκάλα΄)]