Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλοτέρ το [flotér] Ο (άκλ.) : 1. μηχανισμός που ελέγχει τη ροή και τη στάθ μη υγρών, κυρίως σε δεξαμενές ή σε ντεπόζιτα, με δυνατότητα διακοπής της παροχής για αποφυγή υπερχείλισης: Xάλασε το ~ στο καζανάκι της τουαλέτας. 2. πλωτήρας.
φλοτεράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. flotteur]