Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλοτέρ
1 εγγραφή
φλοτέρ το [flotér] Ο (άκλ.) : 1. μηχανισμός που ελέγχει τη ροή και τη στάθ μη υγρών, κυρίως σε δεξαμενές ή σε ντεπόζιτα, με δυνατότητα διακοπής της παροχής για αποφυγή υπερχείλισης: Xάλασε το ~ στο καζανάκι της τουαλέτας. 2. πλωτήρας. φλοτεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. flotteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες