Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλοκωτός
1 εγγραφή
φλοκωτός -ή -ό [flokotós] Ε1 : που έχει φλόκια: Φλοκωτή κουβέρτα, η φλοκάτη.

[φλόκ(ι) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες