Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φλοκάτη η [flokáti] Ο30 : χοντρό, μάλλινο ελληνικό κλινοσκέπασμα ή χαλί με παχύ χνούδι· (πρβ. βελέντζα): Tο χειμώ να με τα κρύα σκεπάζονται με φλοκάτες.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. φλοκάτος `με τουλούπες, φιόγκους΄ < μσν. φλόκ(ος) (δες στο φλόκι) -άτος]



