Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλοίσβισμα
1 εγγραφή
φλοίσβισμα το [flízvizma] Ο49 : ο φλοίσβος: Tου άρεσε να ακούει το ~ της θάλασσας.

[λόγ. φλοίσβ(ος) -ισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες